- τουρκοπατημένος
- η , ο ист. завоёванный турками
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κονιαροπατημένος — η, ο τουρκοπατημένος: Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, κονιαροπατημένε (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουρκοπατιέμαι — τουρκοπατήθηκα, τουρκοπατημένος, κυριεύομαι από Τούρκους: Η Πόλη τουρκοπατήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)